σέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέλα | οι | σέλες |
γενική | της | σέλας | των | σελών |
αιτιατική | τη | σέλα | τις | σέλες |
κλητική | σέλα | σέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέλα < ελληνιστική κοινή σέλλα (κάθισμα) < λατινική sella < sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέλα θηλυκό
- εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη αλόγου κι έχει τέτοιο σχήμα και μορφή, ώστε να μπορεί να κάθεται σε αυτό ο αναβάτης
- κάθισμα ποδηλάτου ή μοτοσικλέτας
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- διαφέρει από το σαμάρι παρόλο που έχουν κοινή εννοιολογική σημασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)