selle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
selle selles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
selle < λατινική sella (κάθισμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

selle (fr) θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

selle (it) θηλυκό