selle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
selle | selles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
selle (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
selle (it) θηλυκό