δερβένι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δερβένι τα δερβένια
      γενική του δερβενιού των δερβενιών
    αιτιατική το δερβένι τα δερβένια
     κλητική δερβένι δερβένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δερβένι < λόγια επίδραση στο ντερβένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική derbent + με αποβολή του [t][1] < περσική دربند (darband)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δερβένι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]