πτυχώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτυχώνω < πτυχή + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plier)

Ρήμα[επεξεργασία]

πτυχώνω (παθητική φωνή: πτυχώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]