Μετάβαση στο περιεχόμενο

πλισάρω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλισάρω < γαλλική plisser[1] [2] + -άρω < plis, πληθυντικός του pli

πλισάρω (παθητική φωνή: πλισάρομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. πλισάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πλισάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας