pli
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pli | plis |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pli (fr) αρσενικό
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη plier
Πηγές
[επεξεργασία]- pli - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- pli - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]pli (eo)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- pli malpli: πάνω κάτω
- ĝi daŭros pli malpli ses monatojn, θα διαρκέσει πάνω κάτω έξι μήνες
- pli da: περισσότεροι/ες/α
- por pli da informoj, bonvolu mesaĝi al..., για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα σε...