raise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
raise | raises |
raise (en)
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η αύξηση μισθού
- ↪ I will ask for a raise.
- Θα ζητήσω αύξηση.
- ≈ συνώνυμα: rise (βρετανική σημασία)
- ↪ I will ask for a raise.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | raise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | raises |
αόριστος | raised |
παθητική μετοχή | raised |
ενεργητική μετοχή | raising |
raise (en)
- σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω
- ↪ The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer.
- Ο δάσκαλος ζήτησε, από τους μαθητές, να σηκώνουν το χέρι τους και όχι να «πετάγονται» (να φωνάζουν την απάντηση).
- ↪ The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer.
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- ↪ My aunt is raising money to help poor people.
- Η θεία μου, συγκεντρώνει χρήματα για να βοηθήσει φτωχούς ανθρώπους.
- ↪ My aunt is raising money to help poor people.
- εκτρέφω
- ↪ He raises chickens on his farm.
- Εκτρέφει κοτόπουλα στη φάρμα του.
- ↪ He raises chickens on his farm.
- ανατρέφω, μεγαλώνω, ανασταίνω
- (μαθηματικά) υψώνω έναν αριθμό σε μία δύναμη
Πηγές[επεξεργασία]
- raise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- raise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 57, 142. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανασταίνω, αύξηση