raise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
raise | raises |
raise (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | raise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | raises |
αόριστος | raised |
παθητική μετοχή | raised |
ενεργητική μετοχή | raising |
raise (en)
- σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω
- ↪ The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer.
- Ο δάσκαλος ζήτησε, από τους μαθητές, να σηκώνουν το χέρι τους και όχι να «πετάγονται» (να φωνάζουν την απάντηση).
- ↪ The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer.
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- ↪ My aunt is raising money to help poor people.
- Η θεία μου, συγκεντρώνει χρήματα για να βοηθήσει φτωχούς ανθρώπους.
- ↪ My aunt is raising money to help poor people.
- εκτρέφω
- ↪ He raises chickens on his farm.
- Εκτρέφει κοτόπουλα στη φάρμα του.
- ↪ He raises chickens on his farm.
- ανατρέφω, μεγαλώνω
- ↪ I was raised by my grandparents in the countryside until I was 18.
- Με μεγάλωσαν οι παππούδες μου στην ύπαιθρο έως ότου ήμουν 18 (χρονών).
- (μαθηματικά) υψώνω έναν αριθμό σε μία δύναμη