rise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rise rises

rise (en)

  1. (μετρήσιμο) η άνοδος, η αύξηση, η ύψωση, σε ένα ποσό, έναν αριθμό ή ένα επίπεδο
    the rise in temperature/in the cost of living - η άνοδος της θερμοκρασίας/του τιμάριθμου
    Business is on the rise.
    Οι δουλειές είναι σε άνοδο.
    a steep rise in prices - απότομη αύξηση στις τιμές
    a small rise in the price - μια μικρή ύψωση στην τιμή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  2. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η αύξηση, μια αύξηση στα χρήματα που μου πληρώνονται για τη δουλειά που κάνω
    I will ask for a rise.
    Θα ζητήσω αύξηση.
     συνώνυμα: raise (αμερικανική σημασία)
  3. (μόνο στον ενικό) η άνοδος, για εξουσία ή σημασία
    his rise to power - η άνοδός του στην εξουσία
    their rise from the working class to the middle class - η άνοδός τους από την εργατική στη μεσαία τάξη
  4. (μόνο στον ενικό) η ύψωση, η άνοδος, η κίνηση προς τα πάνω
    the rise of the hot-air balloon - η ύψωση του αερόστατου
    the rise of smoke - η άνοδος καπνού
     συνώνυμα: ascent
  5. (μετρήσιμο) η άνοδος, το ύψωμα, μια έκταση γης που έχει κλίση προς τα πάνω
    a rise in the ground - ένα ύψωμα του εδάφους
    Our cottage is on a rise.
    Το εξοχικό μας είναι σ' ένα ύψωμα.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας rise
γ΄ ενικό ενεστώτα rises
αόριστος rose
παθητική μετοχή risen
ενεργητική μετοχή rising
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

rise (en)

  1. (αμετάβατο) υψώνομαι, ανεβαίνω ή φτάνω σε υψηλότερο επίπεδο ή θέση
    The skyscraper rises 150 meters above the ground.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μέτρα από το έδαφος.
    The Acropolis rises majestically above Athens.
    Η Ακρόπολη υψώνεται μεγαλόπρεπα πάνω από την Αθήνα.
    The smoke rose straight up in the still air.
    Ο καπνός ανέβαινε ίσια ψηλά στον ήσυχο αέρα.
  2. (αμετάβατο) ανεβαίνω, αυξάνομαι σε ποσό ή αριθμό
    The price of oil has risen again.
    Το πετρέλαιο ανέβηκε πάλι.
    Our expenses/debts keep rising.
    Τα έξοδά μας/χρέη μας ανεβαίνουν συνεχώς.
    Salaries/prices will rise by 10%.
    Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  3. (αμετάβατο) ανατέλλω, βγαίνω, για τον ήλιο ή το φεγγάρι
    The sun/the moon is rising.
    Aνατέλλει ο ήλιος/η σελήνη.
    The sun just rose.
    Μόλις βγήκε ο ήλιος.
     συνώνυμα:  come up
  4. (αμετάβατο, επίσημο) προεξέχω, μπορεί να φανεί πάνω από οτιδήποτε υπάρχει τριγύρω
    trees rising over the rooftops - δέντρα που προεξέχουν από τις στέγες των σπιτιών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protrude
  5. (αμετάβατο) ανασταίνομαι
    Christ has risen!
    Χριστός ανέστη!
    Truly he has risen!
    Αληθώς ανέστη!
    Christ rose three days after his burial.
    Ο Xριστός αναστήθηκε τρεις μέρες μετά την ταφή του.

Πηγές[επεξεργασία]