rise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rise | rises |
rise (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rises |
αόριστος | rose |
παθητική μετοχή | risen |
ενεργητική μετοχή | rising |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
rise (en)