αυξάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυξάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αυξάνω

αυξάνομαι

  • γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, ποσότητα, όγκο κλπ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]