αυξάνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυξάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αυξάνω
Ρήμα
[επεξεργασία]αυξάνομαι
- γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, ποσότητα, όγκο κλπ
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυξάνομαι | αυξανόμουν(α) | θα αυξάνομαι | να αυξάνομαι | αυξανόμενος | |
β' ενικ. | αυξάνεσαι | αυξανόσουν(α) | θα αυξάνεσαι | να αυξάνεσαι | (αυξάνου) | |
γ' ενικ. | αυξάνεται | αυξανόταν(ε) | θα αυξάνεται | να αυξάνεται | ||
α' πληθ. | αυξανόμαστε | αυξανόμαστε αυξανόμασταν |
θα αυξανόμαστε | να αυξανόμαστε | ||
β' πληθ. | αυξάνεστε | αυξανόσαστε αυξανόσασταν |
θα αυξάνεστε | να αυξάνεστε | (αυξάνεστε) | |
γ' πληθ. | αυξάνονται | αυξάνονταν αυξανόντουσαν |
θα αυξάνονται | να αυξάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυξήθηκα | θα αυξηθώ | να αυξηθώ | αυξηθεί | ||
β' ενικ. | αυξήθηκες | θα αυξηθείς | να αυξηθείς | αυξήσου | ||
γ' ενικ. | αυξήθηκε | θα αυξηθεί | να αυξηθεί | |||
α' πληθ. | αυξηθήκαμε | θα αυξηθούμε | να αυξηθούμε | |||
β' πληθ. | αυξηθήκατε | θα αυξηθείτε | να αυξηθείτε | αυξηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυξήθηκαν αυξηθήκαν(ε) |
θα αυξηθούν(ε) | να αυξηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυξηθεί | είχα αυξηθεί | θα έχω αυξηθεί | να έχω αυξηθεί | αυξημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυξηθεί | είχες αυξηθεί | θα έχεις αυξηθεί | να έχεις αυξηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυξηθεί | είχε αυξηθεί | θα έχει αυξηθεί | να έχει αυξηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυξηθεί | είχαμε αυξηθεί | θα έχουμε αυξηθεί | να έχουμε αυξηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυξηθεί | είχατε αυξηθεί | θα έχετε αυξηθεί | να έχετε αυξηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυξηθεί | είχαν αυξηθεί | θα έχουν αυξηθεί | να έχουν αυξηθεί |