αυξάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αυξάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αυξάνομαι

  • γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, ποσότητα, όγκο κλπ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]