rose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rose (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rose (en)
- (χρώμα) το ροζ χρώμα
- τριαντάφυλλο
- ρόδακας
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνικά ῥόδον
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rose | roses |
rose (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rose | roses |
rose (fr) αρσενικό
- (χρώμα) το ροζ χρώμα
- j'ai coupé ce bouquet de roses pour vous - έκοψα αυτή την ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα για σας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rose | roses |
rose (fr) θηλυκό
- το τριαντάφυλλο
- une rose rouge - ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- rosat
- rosé - rosée
- rose des vents
- roselet
- roser
- roseraie
- rosette
- roseur
- rosier
- rosiériste
- rosir
- rosissement
- rossolis