Μετάβαση στο περιεχόμενο

rosée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rosée rosées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rosée (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]