rosa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

rosa (de)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

rosa (it)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rosa < πιθανόν, (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ῥόδον. Δείτε rosa #Latin στο αγγλικό Βικιλεξικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rosa (la) θηλυκό

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική rosa rosae
γενική rosae rosārum
δοτική rosae rosīs
αιτιατική rosam rosās
κλητική rosa rosae
αφαιρετική rosā rosīs
(α' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

rosa (pt)



Σαρδηνιακά (sc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rosa