μνημονεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μνημονεύω < αρχ. μνημονεύω < μνήμων
Ρήμα
[επεξεργασία]- κάνω λόγο, αναφέρω
- αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση
- αναφέρω τιμητικά το όνομα κάποιου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μνημονεύω