μνημονεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μνημονεύω < αρχ. μνημονεύω < μνήμων
  1. κάνω λόγο, αναφέρω
  2. αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση
  3. αναφέρω τιμητικά το όνομα κάποιου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]