commonplace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
commonplace (en)
- κοινός τόπος, κάτι το συνηθισμένο