κοινοτοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινοτοπία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική commonplace
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινοτοπία θηλυκό
- η ιδέα, η σκέψη, ο λόγος ή το δημιούργημα που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας
- έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον
- κοινός τόπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινοτοπία