cliché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cliché | clichés |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cliché (fr) αρσενικό
- η φωτογραφία
- η κοινοτοπία, η κοινοτυπία
- το στερεότυπο
ενικός | πληθυντικός |
cliché | clichés |
cliché (fr) αρσενικό