cliché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cliché clichés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cliché (fr) αρσενικό

  1. η φωτογραφία
  2. η κοινοτοπία, η κοινοτυπία
  3. το στερεότυπο