στερεότυπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεότυπο τα στερεότυπα
      γενική του στερεότυπου των στερεότυπων
    αιτιατική το στερεότυπο τα στερεότυπα
     κλητική στερεότυπο στερεότυπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεότυπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερεότυπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.po/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεότυπο ουδέτερο

  1. συμβατικός και απλουστευτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων και βασίζεται σε γενικεύσεις
  2. στερεοτυπία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]