stereotype
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stereotype |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stereotypes |
αόριστος | stereotyped |
παθητική μετοχή | stereotyped |
ενεργητική μετοχή | stereotyping |
Ρήμα[επεξεργασία]
stereotype (en)
- τυποποιώ
- ↪ The actor risks being stereotyped when he plays certain roles.
- Ο ηθοποιός κινδυνεύει να τυποποιηθεί, όταν παίζει μόνο ορισμένους ρόλους.
- ↪ The actor risks being stereotyped when he plays certain roles.