Μετάβαση στο περιεχόμενο

stereotype

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας stereotype
γ΄ ενικό ενεστώτα stereotypes
αόριστος stereotyped
παθητική μετοχή stereotyped
ενεργητική μετοχή stereotyping

stereotype (en)

  • τυποποιώ
      The actor risks being stereotyped when he plays certain roles.
    Ο ηθοποιός κινδυνεύει να τυποποιηθεί, όταν παίζει μόνο ορισμένους ρόλους.