τυποποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)

τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)

  1. διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]