τυποποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυποποίηση | οι | τυποποιήσεις |
γενική | της | τυποποίησης* | των | τυποποιήσεων |
αιτιατική | την | τυποποίηση | τις | τυποποιήσεις |
κλητική | τυποποίηση | τυποποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυποποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυποποίηση θηλυκό
- η συμμόρφωση με έναν ορισμένο τύπο, πρότυπο
- (στη βιομηχανία) η επεξεργασία, επιλογή, συσκευασία των προϊόντων ώστε αυτά να ακολουθούν ένα κοινά παραδεκτό πρότυπο
- (αρνητικά) η προσκόλληση σε ένα μοντέλο που θυσιάζει την πρωτοτυπία και τη δημιουργική διάθεση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυποποίηση