standardization
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- standardization < standardize + -ation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
standardization (en)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- International Organization for Standardization (ISO)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
standardization στην αγγλική Βικιπαίδεια