standardize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας standardize
γ΄ ενικό ενεστώτα standardizes
αόριστος standardized
παθητική μετοχή standardized
ενεργητική μετοχή standardizing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

standardize < standard + -ize

Ρήμα[επεξεργασία]

standardize (en)

  • τυποποιώ, προτυποποιώ
    Modern industries have standardized their production.
    Οι σύγχρονες βιομηχανίες έχουν τυποποιήσει την παραγωγή τους.

Πηγές[επεξεργασία]