standardized
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | standardized |
συγκριτικός | more standardized |
υπερθετικός | most standardized |
standardized (en)
- τυποποιημένος
- ⮡ standardized machine parts - τυποποιημένα εξαρτήματα μηχανών
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]standardized (en)