τυποποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τυποποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τυποποιούμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]