διεπαφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεπαφικός < διεπαφή
Επίθετο[επεξεργασία]
διεπαφικός
- Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεπαφικός εξοπλισμός, διεπαφική ανάλυση κ.ά.
Επίρρημα: διεπαφικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διαδιεπαφικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεπαφικός