ιδιοκτησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοκτησία οι ιδιοκτησίες
      γενική της ιδιοκτησίας των ιδιοκτησιών
    αιτιατική την ιδιοκτησία τις ιδιοκτησίες
     κλητική ιδιοκτησία ιδιοκτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιοκτησία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδιοκτησία < αρχαία ελληνική ἰδιόκτητος (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Eigenbesitz).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ιδιο- + -κτησία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ði.o.ktiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ο‐κτη‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιδιοκτησία θηλυκό

  1. οτιδήποτε κατέχει κάποιος, ιδίως ακίνητα ή αντικείμενα μεγάλης αξίας
  2. η κατοχή ενός αντικειμένου από τον ιδιοκτήτη του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]