grip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
grip grips

grip (en)

  1. (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
    The correct grip of the violin plays are role in good playing.
    Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
  2. αντίληψη, κατανόηση
  3. λαβή, χερούλι
  4. χειραψία
  5. (μεταφορικά) κράτημα
  6. (μεταφορικά) επιρροή, έλεγχος
  7. (μη μετρήσιμο) η πρόσφυση, η ικανότητα κάποιου να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
    Our tires guarantee excellent/maximum grip in all driving conditions.
    Τα ελαστικά μας εγγυώνται άριστη/μέγιστη πρόσφυση σε όλες τις οδηγικές συνθήκες.
     συνώνυμα: traction

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας grip
γ΄ ενικό ενεστώτα grips
αόριστος gripped
παθητική μετοχή gripped
ενεργητική μετοχή gripping

grip (en)

  1. μαγεύω, καθηλώνω
  2. εμπεδώνω, κατανοώ
  3. σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    He gripped the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp

Πηγές[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grip (ca)



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grip (sr)

  • λατινική γραφή του грип



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grip (tr)