Μετάβαση στο περιεχόμενο

grip

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grip grips

grip (en)

  1. (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
      The correct grip of the violin plays are role in good playing.
    Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
      His grip on the ladder saved him from falling.
    Το κράτημα του της σκάλας τον έσωσε από πτώση.
      He has a strong grip.
    Έχει γερό σφίξιμο στο χέρι του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη grasp
  2. (μόνο ενικός) η επιρροή, ο έλεγχος
      He is a politician with a great grip on his party.
    Είναι πολιτικός με μεγάλη επιρροή στο κόμμα του.
      He has a complete grip on the company.
    Έχει απόλυτο έλεγχο στην εταιρεία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη influence
  3. (μόνο ενικός) η αντίληψη, η κατανόηση
      I have a clear grip on the problem.
    Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
     συνώνυμα: grasp,  και δείτε τη λέξη understanding
  4. (μη μετρήσιμο, ενικός) η πρόσφυση, το κράτημα, η ικανότητα κάτι να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
      Our tires guarantee excellent/maximum grip in all driving conditions.
    Τα ελαστικά μας εγγυώνται άριστη/μέγιστη πρόσφυση σε όλες τις οδηγικές συνθήκες.
      The new tires ensure a strong grip during turns.
    Τα καινούρια λάστιχα εξασφαλίζουν γερό κράτημα στις στροφές.
     συνώνυμα:  hold και traction
  5. η λαβή, το χερούλι
      The grip of the sword was covered with leather for better handling.
    Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.
     συνώνυμα: handle

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας grip
γ΄ ενικό ενεστώτα grips
αόριστος gripped
παθητική μετοχή gripped
ενεργητική μετοχή gripping

grip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
      He gripped the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
      I gripped his arm to stop him from jumping.
    Του έπιασα το χέρι για να μην πηδήξει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) μαγεύω, καθηλώνω, ενδιαφέρομαι ή έχω ισχυρή επίδραση σε κάποιον· κρατάω την προσοχή κάποιου
      He gripped his audience.
    Μάγεψε το ακροατήριό του.
      The scene gripped our attention.
    Η σκηνή καθήλωσε την προσοχή μας.
      Fear gripped him.
    Ο φόβος τον καθήλωσε.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, κρατώ ή κινούμαι πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστρήσω
      The wheels didn’t grip because of the ice.
    Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grip (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grip (sr)

  • λατινική γραφή του грип



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grip (tr)