αγκάλη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκάλη | οι | αγκάλες |
γενική | της | αγκάλης | — | |
αιτιατική | την | αγκάλη | τις | αγκάλες |
κλητική | αγκάλη | αγκάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκάλη[1]. → δείτε και τη λέξη αγκαλιά.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɡa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκά‐λη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγκάλη θηλυκό
- αγκαλιά
- (μεταφορικά) ζεστασιά, στοργή
- (λογοτεχνικό, γεωγραφία) μικρός κόλπος, ακτή ανάμεσα σε δύο γλώσσες στεριάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αγκάλη (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγκάλη
→ δείτε τη λέξη αγκαλιά |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγκάλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)