ζεστασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεστασιά | οι | ζεστασιές |
γενική | της | ζεστασιάς | των | ζεστασιών |
αιτιατική | τη | ζεστασιά | τις | ζεστασιές |
κλητική | ζεστασιά | ζεστασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεστασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζεστασιά θηλυκό
- το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί μια υψηλότερη θερμοκρασία περιβάλλοντος
- (μεταφορικά) θαλπωρή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)