συγχαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγχαίρω < συν + χαίρω

συγχαίρω

  • δίνω σε κάποιον συγχαρητήρια, δηλώνω την έγκρισή μου και τη χαρά μου για κάτι που έκανε
σας συγχαίρω για την επιτυχία σας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]