χαίρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαίρομαι < αρχαία ελληνική χαίρω < χαρά
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαίρομαι παρατ. χαιρόμουν μελλ. στ. θα χαρώ αορ. χάρηκα μτχ. χαρούμενος
- νιώθω χαρά, ευτυχία, ενθουσιασμό
- απολαμβάνω κάτι, θαυμάζω
- ≈ συνώνυμα: ευχαριστιέμαι
- πήγαμε βόλτα στην προκυμαία και χαρήκαμε το ηλιοβασίλεμα
- Τι όμορφο παιδί! Χαίρεται κανείς να το βλέπει
- ≈ συνώνυμα: ευχαριστιέμαι
- ειρωνικά
- Να σε χαίρεται η μάνα σου που σ' έφτιαξε έτσι!
- χαιρέκακα
- Οταν έχασε την περιουσία του το χάρηκα γιατί ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος
- Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται
- αρνητικά
- Δεν χάρηκε τα νιάτα του [=δεν ευχαριστήθηκε ζώντας τα νεανικά του χρόνια]
- τυπική και ουσιαστική ευχή
- Να χαίρεστε την ονομαστική σας εορτή
- Να το χαίρεστε!!! (για νεογέννητο)
Σύνθετα[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη χαίρε και χαίρω