rejoice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

rejoice (en)

  1. (μεταβατικό) ευφραίνω, ευχαριστώ, χαροποιώ, κάνω κάποιον ευτυχισμένο, του δίνω χαρά
  2. (αμετάβατο) ευφραίνομαι, χαίρομαι πολύ, είμαι πολύ ευτυχισμένος
     συνώνυμα: exult

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]