rejoice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rejoice (en)
- (μεταβατικό) ευφραίνω, ευχαριστώ, χαροποιώ, κάνω κάποιον ευτυχισμένο, του δίνω χαρά
- (αμετάβατο) ευφραίνομαι, χαίρομαι πολύ, είμαι πολύ ευτυχισμένος
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- rejoyce (παρωχημένο)