rejoice
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rejoice < μέση αγγλική rejoicen < παλαιά γαλλική resjoir
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]rejoice (en)
- (μεταβατικό) ευφραίνω, ευχαριστώ, χαροποιώ, κάνω κάποιον ευτυχισμένο, του δίνω χαρά
- (αμετάβατο) ευφραίνομαι, αγαλλιάζω, χαίρομαι πολύ, είμαι πολύ ευτυχισμένος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- rejoyce (παρωχημένο)