ευφραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐφραίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευφραίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφραίνω → δείτε  ευ-, φρήν (φρένες)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈfɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐φραί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ευφραίνω, πρτ.: εύφρανα, αόρ.: εύφρανα, παθ.φωνή: ευφραίνομαι, π.αόρ.: ευφράνθηκα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]