φρήν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Λείπουν τα στοιχεία των παραθεμάτων. Η ανάλυση συγγενικών και εκφράσεων, στα λήμματά τους, όχι εδώ..



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φρην-, φρεν-
ονομαστική φρήν αἱ φρένες
      γενική τῆς φρενός τῶν φρενῶν
      δοτική τῇ φρενῐ́ ταῖς φρεσῐ́(ν)
φρᾰσί(ν)
    αιτιατική τὴν φρέν τὰς φρένᾰς
     κλητική ! φρήν φρένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρένε
γεν-δοτ τοῖν  φρενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρήν' όπως «φρήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰren- (νους, ψυχή) (ρίζα κοινή με τα φρενόω, φρονέω, φροντίς, σώφρων)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρήν, φρενός θηλυκό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη φρένες αρχική σημασία (ανατομία) το διάφραγμα, την περιοχή του σώματος γύρω από την καρδιά και γύρω από το ήπαρ, την καρδιά αυτή καθαυτή
    ※  4ος αιώνας πκε Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 10
    Τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν (Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων)
  2. ο νους, το μυαλό, η φαντασία
    ※  8ος αιώνας πκε   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 442
    ἀλλ’ ἄγε δὴ φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε· οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν (Όμηρος, Ιλιάδα, Γ, 442)
    (απόδοση 1) Μόν πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε· τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου, (Μετάφραση: Πάλλης)
    (απόδοση 1) ἀλλ’ ἔλα τώρα ἐρωτικὰ νὰ γλυκοκοιμηθοῦμε· ποτὲ τόσον δὲν ἄναψεν ὁ πόθος τὴν ψυχήν μου (Μετάφραση: Πολυλάς)
    Υπάρχει πρόβλημα με τον κωδικό έργου.
    There is a problem with the work's code.
    ἀλλ' εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην, ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη, ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν λόγῳ (Αισχύλος, Αγαμέμνων, στίχος 1050, η Κλυταιμνήστρα για την Κασσάνδρα)
    Μ' αν ίσως και δεν έχει σαν το χελιδόνι, βαρβαρικιά στη γλώσσα της φωνή και ξένη, τα φρόνιμά μου νοιώθοντας θακούση λόγια. (Αγαμέμνων (μετάφραση Γρυπάρη))
    Υπάρχει πρόβλημα με τον κωδικό έργου.
    There is a problem with the work's code.
    Ησίοδος (Χρειάζεται επεξεργασία)
    ἀνὴρ φρένας ἀφνειός (άνδρας πλούσιος κατά φαντασία, μόνο μέσα στο μυαλό του)
    φρενῶν ἀφεστάναι, φρενῶν ἐκστῆναι, τὰς φρένας ἐκβάλλειν, φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν, φρενῶν κεκομμένος (παραφρονημένος)
    (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 7.47)
    ἐπὶ μὰν βαίνει τε καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν  : ενα σύννεφο λήθης κατεβαίνει απρόσμενα και βγάζει έξω από το μυαλό το σωστό δρόμο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
φρην- φρεν- 

παράγωγα και σύνθετα με θέμα φρεν-

και

Για τη μεταπτωτική βαθμίδα φρον- → δείτε τις λέξεις φρονέω, φρόνιμος και φροντίς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]