Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενθουσιασμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενθουσιασμός οι ενθουσιασμοί
      γενική του ενθουσιασμού των ενθουσιασμών
    αιτιατική τον ενθουσιασμό τους ενθουσιασμούς
     κλητική ενθουσιασμέ ενθουσιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενθουσιασμός < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική ἐνθουσιασμός (έμπνευση) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enthousiasme (< αρχαία ελληνική ἐνθουσιασμός)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /en.θu.si.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενθουσιασμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενθουσιασμός αρσενικό

  1. η ύπαρξη μεγάλης, ευχάριστης ψυχικής διάθεσης που μπορεί να συνοδεύεται και από εκδηλώσεις χαράς
  2. (συνεκδοχικά) έντονο ξαφνικό ενδιαφέρον ή θαυμασμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]