τυγχάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυγχάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυγχάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
τυγχάνω
- (λόγιο) τυχαίνω
- (απρόσωπο ρήμα) → δείτε τη λέξη τυγχάνει
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «τυγχάνω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυγχάνω < ρίζα τυχ- + -γ- + -άνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
- πετυχαίνω κάποιον με βολή
- ※ Εἰ μὲν γὰρ τοῦ παιδὸς τοῦ σοῦ τοῦδε ἑστεῶτος ἐν τοῖσι προθύροισι βαλὼν τύχοιμι μέσης τῆς καρδίης͵ Πέρσαι φανέονται λέγοντες οὐδέν (Ηρόδοτος, 3.35.4-6)
- συναντώ κάποιον
- ※ οἱ δὲ γεγαμηκότες ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας͵ ὅπως τούτων τύχοιεν (Ξενοφών, Συμπόσιον 9.7.3-4)
- (+ γενική) μου τυχαίνει κάτι, αποκτώ κάτι
- ※ Οἱ δὲ στρατιῶται τοῖς βασιλικοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμίσαντες͵ ὡς οὐχ ὅσων ἠξίουν ἔτυχον͵ ὠργίζοντο (Πλούταρχος, Αἰμίλιος καὶ Τιμολέων, 30.4.1-2)
- πετυχαίνω το σκοπό μου
- πετυχαίνω να πω το σωστό
- τυχαίνει, συμβαίνει κατά τύχη
- τυχαίνει να είμαι
- (με κατηγορηματική μετοχή) τυχαίνει να
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.104.2.1-2
οἱ δέ ἔτυχον γὰρ ἐς Κύπρον στρατευόμενοι ναυσὶ διακοσίαις αὑτῶν τε καὶ τῶν ξυμμάχων) ἦλθον ἀπολιπόντες τὴν Κύπρον
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.104.2.1-2
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «τυγχάνω» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «τυγχάνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «τυγχάνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια
- Λέξεις με ένθημα -γ- (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)