τυγχάνω < (διαχρονικό δάνειο ) αρχαία ελληνική τυγχάνω . Συγκρίνετε με το κληρονομημένο τυχαίνω .
ΔΦΑ : /tiŋˈxa.no /
τυπογραφικός συλλαβισμός : τυγ‐χά‐νω
τυγχάνω , αόρ . : έτυχα → δείτε και τυχαίνω
(λόγιο ) τυχαίνω
(απρόσωπο ρήμα ) → δείτε τη λέξη τυγχάνει
τυγχάνω < ρίζα τυχ- + -γ- + -άνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση . Μπορείτε να βοηθήσετε;
πετυχαίνω κάποιον με βολή
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος , Ἱστορίαι , 3 (Θάλεια), 35.2
Εἰ μὲν γὰρ τοῦ παιδὸς τοῦ σοῦ τοῦδε ἑστεῶτος ἐν τοῖσι προθύροισι βαλὼν τύχοιμι μέσης τῆς καρδίης͵ Πέρσαι φανέονται λέγοντες οὐδέν
συναντώ κάποιον
※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν , Συμπόσιον w , 9.7 (3-4)
οἱ δὲ γεγαμηκότες ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας͵ ὅπως τούτων τύχοιεν
(+ γενική) μου τυχαίνει κάτι, αποκτώ κάτι
※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος , Αἰμίλιος καὶ Τιμολέων , 30.4.1-2
Οἱ δὲ στρατιῶται τοῖς βασιλικοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμίσαντες͵ ὡς οὐχ ὅσων ἠξίουν ἔτυχον ͵ ὠργίζοντο
πετυχαίνω το σκοπό μου
πετυχαίνω να πω το σωστό
τυχαίνει , συμβαίνει κατά τύχη
τυχαίνει να είμαι
(με κατηγορηματική μετοχή ) τυχαίνει να
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης , Ἱστορίαι , 1, 104
οἱ δέ ἔτυχον γὰρ ἐς Κύπρον στρατευόμενοι ναυσὶ διακοσίαις αὑτῶν τε καὶ τῶν ξυμμάχων) ἦλθον ἀπολιπόντες τὴν Κύπρον
Κλίση
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐτύγχανον
-
-
-
σύ
ἐτύγχανες
-
-
-
οὖτος
ἐτύγχανε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐτυγχάνομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐτυγχάνετε
-
-
-
οὗτοι
ἐτύγχανον
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
τεύξομαι
-
τευξοίμην
-
σύ
τεύξῃ / τεύξει
-
τεύξοιο
-
οὖτος
τεύξεται
-
τεύξοιτο
-
ἡμεῖς
τευξόμεθα
-
τευξοίμεθα
-
ὑμεῖς
τεύξεσθε
-
τεύξοισθε
-
οὗτοι
τεύξονται
-
τεύξοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
τεύξεσθαι
τευξόμενος
τευξομένη
τευξόμενον
Ενεργητικός Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔτυχον
τύχω
τύχοιμι
-
σύ
ἔτυχες
τύχῃς
τύχοις
τύχε
οὖτος
ἔτυχε
τύχῃ
τύχοι
τυχέτω
ἡμεῖς
ἐτύχομεν
τύχωμεν
τύχοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐτύχετε
τύχητε
τύχοιτε
τύχετε
οὗτοι
ἔτυχον
τύχωσι(ν)
τύχοιεν
τυχόντων / τυχέτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
τυχεῖν
τυχών
τυχοῦσα
τυχόν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
τετύχηκα
τετυχήκω / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός ὦ
τετυχήκοιμι / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός εἴην
-
σύ
τετύχηκας
τετυχήκῃς / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός ᾖς
τετυχήκοις / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός εἴης
τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός ἴσθι
οὗτος
τετύχηκε
τετυχήκῃ / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός ᾖ
τετυχήκοι / τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός εἴη
τετυχηκώς , τετυχηκυῖα , τετυχηκός ἔστω
ἡμεῖς
τετυχήκαμεν
τετυχήκωμεν / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα ὦμεν
τετυχήκοιμεν / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
τετυχήκατε
τετυχήκητε / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα ἦτε
τετυχήκοιτε / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα εἴητε/εἶτε
τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα ἔστε
οὗτοι
τετυχήκασι(ν)
τετυχήκωσι(ν) / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα ὦσι(ν)
τετυχήκοιεν / τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα εἴησαν/εἶεν
τετυχηκότες , τετυχηκυῖαι , τετυχηκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
τετυχηκέναι
τετυχηκώς
τετυχηκυῖα
τετυχηκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐτετυχήκειν
-
-
-
σύ
ἐτετυχήκεις
-
-
-
οὖτος
ἐτετυχήκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐτετυχήκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐτετυχήκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐτετυχήκεσαν
-
-
-
τυγχάνω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας , 2006‑2008. greek‑language.gr
τυγχάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ , Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας , 2012
τυγχάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου .