τυχαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Προστακτικές (αορίστου) υπάρχουν? ή μόνο σε σύνθετα -'τυχε, -τύχετε? ‑‑Sarri.greek  | 00:14, 9 Φεβρουαρίου 2023 (UTC)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυχαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυχαίνω < αρχαία ελληνικά τυγχάνω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐χαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

τυχαίνω, πρτ.: τύχαινα, αόρ.: έτυχα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (στο γ΄ πρόσωπο)
    1. συμβαίνει κάτι κατά τύχη
      Έτυχε να συναντήσω έναν παλιό φίλο σήμερα.
    2. (και με γενική πτώση αντωνυμίας) μου τυχαίνει
      Σου έτυχαν πολλές αναποδιές σήμερα.
  2. αποδίδομαι σε κάποιον με τη μεσολάβηση της τύχης
    Τράβηξε ένα χαρτί και του έτυχε το 7 κούπα.
  3. (στον αόριστο) βρέθηκα, ήμουν κάπου παρών
    Έτυχα σε μια συγκέντρωση, και συνάντησα ένα συμμαθητή απ' το δημοτικό.
  4. (Χρειάζεται επεξεργασία) χρειάζεται παράθεμα με τύπους στον ενεστώτα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη τύχη

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]