Μετάβαση στο περιεχόμενο

know

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας know
γ΄ ενικό ενεστώτα knows
αόριστος knew
παθητική μετοχή known
ενεργητική μετοχή knowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

know (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, γνωρίζω, κατέχω μια γνώση ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης
      I wish I knew more about this issue.
    Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι' αυτή την υπόθεση.
      I don’t know if he’s here or if he left.
    Δεν ξέρω αν είναι εδώ ή αν έφυγε.
      I don’t want to know anything about this story.
    Δε θέλω να ξέρω τίποτα γι' αυτή την ιστορία.
      He thinks he knows everything.
    Νομίζει πως τα ξέρει όλα.
      I know him to be honest./I know he’s honest.
    Ξέρω ότι είναι τίμιος.
      Does anyone know what time the meeting will end?
    Γνωρίζει κανείς τι ώρα η συνάντηση θα τελειώσει;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ή έχω επίγνωση κάτι
      I know very well what I’m doing.
    Ξέρω πολύ καλά τι κάνω.
      Do you know what you are saying?
    Ξέρεις τι λες;
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, νιώθω σίγουρος για κάτι
      He doesn’t know what he wants.
    Δεν ξέρει τι θέλει.
      She doesn’t know what to do.
    Δεν ξέρει τι να κάνει.
  4. (μεταβατικό) ξέρω, γνωρίζω, έχω γνωριμία με ένα πρόσωπο, μέρος, πράγμα κτλ.
      I knew him at University.
    Τον ήξερα στο Πανεπιστήμιο.
      I know the city (well).
    Την ξέρω την πόλη.
      Do you know Mr. A?
    Γνωρίζετε τον κ. Α;
      After two years of knowing her, he went and proposed to her.
    Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
  5. (μεταβατικό) ξέρω, γνωρίζω, κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης
      I know English well.
    Ξέρω καλά αγγλικά.
      Do you know how to spell well?
    Ξέρεις καλή ορθογραφία;
      She knows the laws well.
    Γνωρίζει καλά τους νόμους.
  6. αναγνωρίζω
     συνώνυμα: recognize

Εκφράσεις

[επεξεργασία]