know

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας know
γ΄ ενικό ενεστώτα knows
αόριστος knew
παθητική μετοχή known
ενεργητική μετοχή knowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

know (en)

  1. ξέρω
  2. γνωρίζω
  3. αναγνωρίζω
     συνώνυμα: recognize

Εκφράσεις

[επεξεργασία]