kennen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
kennen (de) jemanden / etwas (παρατατικός: kannte, μετοχή παρακειμένου: gekannt)