kennen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

kennen (de) jemanden / etwas (παρατατικός: kannte, μετοχή παρακειμένου: gekannt)

  1. γνωρίζω
  2. ξέρω
    Kennst du diese Frau? - Γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]