Kennzeichen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Kennzeichen die Kennzeichen
γενική des Kennzeichens der Kennzeichen
δοτική dem Kennzeichen den Kennzeichen
αιτιατική das Kennzeichen die Kennzeichen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kennzeichen (de) ουδέτερο

  1. το γνώρισμα
  2. το διακριτικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]