realize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας realize
γ΄ ενικό ενεστώτα realizes
αόριστος realized
παθητική μετοχή realized
ενεργητική μετοχή realizing

Ρήμα[επεξεργασία]

realize (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνειδητοποιώ, κατανοώ, συναισθάνομαι
    I realize my error.
    Συναισθάνομαι το λάθος μου.
    Do you realize what you are going to do?
    Συναισθάνεσαι τι πρόκειται να κάνεις;
     συνώνυμα: understand, see
  2. (μεταβατικό) πραγματοποιώ, υλοποιώ, αληθεύω, πετυχαίνω κάτι σημαντικό που θέλω πολύ να κάνω
    If our dreams are realized
    Αν αλήθευαν τα όνειρά μας…
     συνώνυμα: actualize, materialize
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) αληθεύω, κάτι που πιστεύω ότι θα συμβεί, συμβαίνει
    If my suspicions are realized
    Αν αληθέψουν οι υποψίες μου…
  4. (οικονομία) μετατρέπω περιουσιακά στοιχεία, ιδίως άυλα (μετοχές, ομόλογα κ.λπ.), σε χρήμα· ρευστοποιώ

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]