meet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | meet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | meets |
αόριστος | met |
παθητική μετοχή | met |
ενεργητική μετοχή | meeting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
meet (en)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «συνέρχομαι» από αναζήτηση «meet» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ (αγγλικά) 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.7. Tools for Working with Lists https://docs.python.org/3.7/tutorial/stdlib2.html. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-16.