επαρκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπαρκῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαρκώ < αρχαία ελληνική ἐπαρκέω / ἐπαρκῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

επαρκώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]