meeting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
meeting | meetings |
meeting (en)
- η συνάντηση, η σύσκεψη, η συνέλευση, η σύνοδος, μια περίσταση που οι άνθρωποι μαζεύονται για να συζητήσουν ή να αποφασίσουν κάτι
- ↪ I have a meeting with him at noon.
- Έχω συνάντηση μαζί του το μεσημέρι.
- ↪ What time do we have a meeting tomorrow?
- Τι ώρα έχουμε σύσκεψη αύριο;
- ↪ a general meeting of shareholders - γενική συνέλευση των μετόχων
- ↪ the meeting of the Justice and Home Affairs Council - η σύνοδος του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών
- ≈ συνώνυμα: assembly, conference, congress, convention, convocation και gathering
- ↪ I have a meeting with him at noon.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
meeting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του meet
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
meeting | meetings |
meeting (fr) αρσενικό