assembly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
assembly | assemblies |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assembly (en)
- η συνέλευση, η συνάθροιση, η συναγωγή
- διάταξη σε οργανωμένο-λειτουργικό σύνολο
- συναρμολόγηση
- συστοιχία που επιτελεί συγκεκριμένο έργο και είναι παρατεταμένη με τρόπο που συμβάλλει σ' αυτό
- (γλώσσες προγραμματισμού) συμβολόγλωσσα,[1] η συμβολική γλώσσα (προγραμματισμού), σύντμηση του όρου assembly language