Μετάβαση στο περιεχόμενο

assembly

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
assembly assemblies

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assembly (en)

  1. η συνέλευση, ομάδα ανθρώπων που έχουν εκλεγεί για να συνέρχονται τακτικά και να λαμβάνουν αποφάσεις ή νόμους για μια συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα
      the National Assembly - η Εθνική Συνέλευση
      I’m calling a general assembly.
    Καλώ γενική συνέλευση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη meeting
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνάθροιση, η συγκέντρωση, η συνάντηση μιας ομάδας ανθρώπων για έναν συγκεκριμένο σκοπό
      Public assembly is permitted by the police.
    Επιτρέπονται από την αστυνομία οι δημόσιες συναθροίσεις.
      unlawful assembly - παραμονή συγκέντρωση
  3. (μη μετρήσιμο) η συναρμολόγηση, η διαδικασία του συναρμολογώ τα εξαρτήματα κάτι όπως ένα όχημα ή ένα έπιπλο
      The movable arm of the machine aids in assembly.
    Ο κινητός βραχίονας του μηχανήματος βοηθά στη συναρμολόγηση.
  4. (γλώσσες προγραμματισμού) συμβολόγλωσσα,[1] η συμβολική γλώσσα (προγραμματισμού), σύντμηση του όρου assembly language

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019