assembly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assembly | assemblies |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assembly (en)
- η συνέλευση, ομάδα ανθρώπων που έχουν εκλεγεί για να συνέρχονται τακτικά και να λαμβάνουν αποφάσεις ή νόμους για μια συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνάθροιση, η συγκέντρωση, η συνάντηση μιας ομάδας ανθρώπων για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ Public assembly is permitted by the police.
- Επιτρέπονται από την αστυνομία οι δημόσιες συναθροίσεις.
- ⮡ unlawful assembly - παραμονή συγκέντρωση
- ⮡ Public assembly is permitted by the police.
- (μη μετρήσιμο) η συναρμολόγηση, η διαδικασία του συναρμολογώ τα εξαρτήματα κάτι όπως ένα όχημα ή ένα έπιπλο
- ⮡ The movable arm of the machine aids in assembly.
- Ο κινητός βραχίονας του μηχανήματος βοηθά στη συναρμολόγηση.
- ⮡ The movable arm of the machine aids in assembly.
- (γλώσσες προγραμματισμού) συμβολόγλωσσα,[1] η συμβολική γλώσσα (προγραμματισμού), σύντμηση του όρου assembly language