παραεπιστήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.e.piˈsti.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐ε‐πι‐στή‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραεπιστήμη θηλυκό
- (νεολογισμός) τομέας γνώσεων ο οποίος διαφέρει σημαντικά από την επιστήμη
- ※ Η κυριαρχία του ανορθολογισμού και της παραεπιστήμης είναι ένας παράλληλος σκοτεινός κόσμος που πνίγει τον δημόσιο χώρο. (Γρηγόρης Μπέκος, Στέφανος Τραχανάς: Στα πανεπιστήμια κυριαρχεί ο δογματισμός, Το Βήμα, 23 Μαΐου 2014)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραεπιστήμη
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)