πανεπιστήμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανεπιστήμιο < παν- + επιστήμ(η) + -ιο(ν), με βάση την ελληνιστική κοινή πανεπιστήμων [1] < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική universitas
- Λέξη που πλάσθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1810 [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ne.piˈsti.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νε‐πι‐στή‐μι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανεπιστήμιο ουδέτερο
- ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα· υποδιαιρείται σε σχολές όπου διδάσκονται διάφορες επιστήμες. Στην αναφορά σε τίτλο συγκεκριμένου ιδρύματος, αναγράφεται με κεφαλαίο
- έβγαλε πανεπιστήμιο
- (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζεται το πανεπιστήμιο
- περνάς μπροστά από το Πανεπιστήμιο
- φοίτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγκεκριμένα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- πανεπιστημιακός
- πανεπιστημιούπολη
- πανεπιστήμων
- → δείτε τις λέξεις παν και επιστήμη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανεπιστήμιο
[επεξεργασία]
- ↑ πανεπιστήμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 763
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)