σχολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχολή | οι | σχολές |
γενική | της | σχολής | των | σχολών |
αιτιατική | τη | σχολή | τις | σχολές |
κλητική | σχολή | σχολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχολή[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχολή θηλυκό
- εκπαιδευτικός οργανισμός που παρέχει ανώτερες σπουδές
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των καθηγητών ή των μαθητών αυτού του οργανισμού
- (συνεκδοχικά) το κτίριο αυτού του οργανισμού
- σύστημα φιλοσοφικό, πνευματικό ή καλλιτεχνική τεχνοτροπία
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των οπαδών ή των μαθητών αυτού του συστήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολή
|
[επεξεργασία]
- ↑ σχολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχολή θηλυκό
- απραξία, αργία, ανάπαυση
- τεμπελιά
- ο χρόνος της ανάπαυσης που χρησιμοποιείται με τρόπο πνευματικά ωφέλιμο
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σχολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)