σκολιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκολιανός η σκολιανή το σκολιανό
      γενική του σκολιανού της σκολιανής του σκολιανού
    αιτιατική τον σκολιανό τη σκολιανή το σκολιανό
     κλητική σκολιανέ σκολιανή σκολιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκολιανοί οι σκολιανές τα σκολιανά
      γενική των σκολιανών των σκολιανών των σκολιανών
    αιτιατική τους σκολιανούς τις σκολιανές τα σκολιανά
     κλητική σκολιανοί σκολιανές σκολιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκολιανός < σχολιανός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκολιανός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]