τεχνοτροπία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.xno.tɾoˈpi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεχνοτροπία θηλυκό
- οι εκφραστικοί και λοιποί καλλιτεχνικοί τρόποι και μέσα που χρησιμοποιούνται από κάποιο καλλιτέχνη, προκειμένου να ολοκληρώσει το καλλιτεχνικό του δημιούργημα
- Ο Edvard Munch ζωγράφισε την Κραυγή με την τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- τεχνοτροπικά
- τεχνοτροπικός
- → δείτε τις λέξεις τέχνη και τρόπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 992, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου