τεχνοτροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.xno.tɾoˈpi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεχνοτροπία θηλυκό
- οι εκφραστικοί και λοιποί καλλιτεχνικοί τρόποι και μέσα που χρησιμοποιούνται από κάποιο καλλιτέχνη, προκειμένου να ολοκληρώσει το καλλιτεχνικό του δημιούργημα
- Ο Edvard Munch ζωγράφισε την Κραυγή με την τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- τεχνοτροπικά
- τεχνοτροπικός
- → δείτε τις λέξεις τέχνη και τρόπος